πάναισχρος

πάναισχρος
πᾰν-αισχρος, ον,
A = παναίσχης, D.Chr.31.35, Ptol.Tetr.172: [comp] Sup.,

παναισχίστη τέρψις AP6.163

(Mel.). Adv.

-ρως Plb.4.58.11

, Tz.H. 6.44.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πάναισχρος — πάναισχρος, ον (Α) 1. πάρα πολύ άσχημος, εντελώς δύσμορφος, πανάσχημος, παναίσχης* 2. αισχρότατος, τελείως αναίσχυντος. επίρρ... παναίσχρως (ΑΜ) αισχρότατα, αναίσχυντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἰσχρός] …   Dictionary of Greek

  • πάναισχρος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναισχίστως — πάναισχρος adverbial πάναισχρος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναίσχιστον — πάναισχρος masc acc sg πάναισχρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναίσχρως — πάναισχρος adverbial πάναισχρος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάναισχρον — πάναισχρος masc/fem acc sg πάναισχρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναισχίστην — πάναισχρος fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναισχίστοις — πάναισχρος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάναισχρα — πάναισχρος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάναισχροι — πάναισχρος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”